- παραγκάλισμα
- παραγκάλισμαthat which is taken into the armsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγκάλισμα — τό, Α [παραγκαλίζομαι] (ποιητ. τ.) 1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του 2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές … Dictionary of Greek
παρακοίμημα — τὸ, Α [παρακοιμώμαι] αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του, παραγκάλισμα* 2. καθετί το αγαπητό και προσφιλές … Dictionary of Greek